- ἀναισχυντῶ
- ἀναισχυντέωto bepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναισχυντέωto bepres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναισχυντώ — ἀναισχυντῶ ( έω) (ΑΜ) 1. είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι με αναίδεια 2. παθ. υποφέρω από την αναισχυντία άλλου μσν. 1. περιλαμβάνω θρασύ, αδιάντροπο περιεχόμενο 2. περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισχύντημα] … Dictionary of Greek
ἀναισχύντῳ — ἀναίσχυντος shameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… … Dictionary of Greek
αναισχύντημα — ἀναισχύντημα, το (Α) [ἀναισχυντῶ] αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια … Dictionary of Greek
εξαναισχυντώ — ἐξαναισχυντῶ, έω (Μ) [αναισχυντώ] 1. γίνομαι αναίσχυντος, ξεδιάντροπος 2. μτφ. γίνομαι υπερβολικός, περισσεύω («οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν» οι πόνοι έγιναν πολλοί, περίσσεψαν, Γλυκάς) … Dictionary of Greek
επαναισχυντώ — ἐπαναισχυντῶ, έω (Α) αναισχυντώ περισσότερο ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αισχυντώ (< αναίσχυντος)] … Dictionary of Greek
προαναισχυντώ — έω, Α φέρομαι με αναίσχυντο τρόπο προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισχυντῶ «είμαι αναίσχυντος»] … Dictionary of Greek
προσαναισχυντώ — έω, Α συμπεριφέρομαι με ακόμη μεγαλύτερη αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισχυντῶ (< ἀναίσχυντος)] … Dictionary of Greek